ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
Η Ορφική Θεολογία επονομάζεται επισήμως «Ελληνική Θεολογία». Προέρχεται από την «Χρυσή Εποχή» , κατά τον πυρήνα της και την θεμελιώδη εκτίμηση της Κοσμογονίας (Πρώτες Αρχές, Φύση και εξέλιξη των Ουσιών, διάταξη και σχέση των Ουσιών και των Δυνάμεων, Πρόοδος και μεταβολές των Όντων, διάταξη και σχέση των διαφόρων Κοσμικών Συστημάτων – Συμπάντων), της Θεογονίας (φύση και πρόοδος των θεών, ενέργειες και έργα αυτών στο Γίγνεσθαι των Όντων), της Ψυχογονίας (φύση και πρόοδος της Ψυχής, λειτουργίες αυτής, σχέσεις αυτής, τρόποι και ενέργειες αυτής, πρόοδοι, πάθη και προορισμοί αυτής).
Ο Ορφεύς, επονομάζεται «Πρώτος των Ελλήνων Θεολόγος», επειδή παρέλαβε από τον φυσικό πατέρα του Οίαγρο και την μητέρα του (αρχιέρεια- ιεροφάντιδα των Πιερίδων Μουσών) Καλλιόπη την θεωρία αυτή, συμπληρωμένη κατά την περίοδο του «Αργυρού Γένους» από τον θεϊκό (=θεωρούμενο εκπρόσωπο και εμψύχωση του ομώνυμου θεού) βασιλέα Διόνυσο. Ο Διόνυσος εδίδαξε τα Μυστήρια του συνώνυμού του Θεού στον Θάροπα ή Χάροπα- πάππο του Ορφέως και αυτός στον Οίαγρο, ο οποίος τα εδίδαξε στον Ορφέα. Ο Ορφεύς υπήρξε «ιερός» βασιλεύς (δεύτερο πολίτευμα μετά την «θεϊκή» βασιλεία ) των Οδρυσσών Θρακών.
Πανεπιστήμων: αστρολόγος, ιατρομάντης, ραψωδός, αοιδός, θαυματουργός, μουσικός, ποιμένας, πολεμιστής. Κυρίως όμως, ήταν εκείνος που ανασυγκρότησε την συγκεχυμένη κατά την εποχή του θεολογία του Χρυσού Γένους, σε άρτιο λογικό σύστημα, υπό την καθοδήγηση, πάντως του πατέρα και, ιδίως, της μητέρας του και των άλλων αρχιερέων των Μουσών.
Κυρίως υπήρξε εκθέτης, δημόσιος διδάσκαλος – μυσταγωγός της θρησκείας αυτής στους «πολλούς», και εισηγητής – ιδρυτής νεωτερικών δοξασιών. Αναθεωρητής των παλαιών λατρειακών τρόπων ( πρώτος ίδρυσε λατρευτικό οίκο) και συμπληρωτής των Μεγάλων Μυστηρίων: Καβειρίων, Ελευσινίων, αλλά και ιδρυτής κλειστών Μυστηρίων, γνωστών μόνον στα λεγόμενα Ορφικά Γένη: Λυκομήδες, Ιάδες, Βραγχίδες, Ευμολπίδες κ.ά.
Τα Ορφικά Γένη διετήρησαν τον γνήσιο τρόπο λατρείας στους Ορφικούς Οίκους, αλλά και διεφύλαξαν τα γραπτά του Ορφέως και των περί αυτόν και των αμέσων διαδόχων του (Μουσαίος, Αμφίων κ.λ.π.).
Τα Ορφικά Κείμενα κατεγράφησαν σε πολλά αντίγραφα, με προορισμό τη δημοσίευσή τους- σε Φιλοσοφικές Σχολές και επίλεκτους σοφούς- κατά την περίοδο των Πεισιστρατιδών (570-505 π.Χ.).
Το έργο επέβλεπε 4μελής επιτροπή, μέλη της οποίας ήσαν οι: Ονομάκριτος ο Αθηναίος, Κέρκοψ, Ορφεύς ο Καμαριναίος (ο νεώτερος) και Ορφεύς ο Κροτωνιάτης. Εργάσθηκαν 72 λόγιοι. Οι ίδιοι κατέγραφαν παραλλήλως και τα Ομηρικά Έπη.
Κορμός της Ορφικής Θεολογίας είναι ο ΙΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ και η ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΚΑΙ ΕΛΛΑΝΙΚΟΥ ΘΕΟΓΟΝΙΑ.
Ο Ορφεύς εισήγαγε και την λατρεία του Απόλλωνος (Υπερβορείου – Λυκείου), ενώ έδωσε και τα ονόματα σε πολλές θεϊκές οντότητες.